Ιστορίες να σκεφτείς.


Ένα Μέρος Στο Δάσος


Αυτή η ιστορία μας μιλάει
για έναν διάσημο εβραίο ραβίνο: τον Μπάαλ Σεμ Τοβ.

Ο Μπάαλ Σεμ Τομ ήταν πολύ γνωστός μέσα στην κοινότητα του
γιατί όλοι τον έλεγαν ότι ήταν ένας άνθρωπος τόσο ευσεβής,
τόσο γενναιόδωρος,με τόση αγνή και καθαρή ψυχή,
που ο θεός άκουγε τα λόγια του όταν μιλούσε.
Είχε δημιουργηθεί μια παράδοση σ εκείνο το χωριό.
Όλοι όσοι είχαν κάποια ανικανοποίητη επιθυμία
ή χρειάζονταν κάτι που δεν μπορούσαν να το αποκτήσουν,
πήγαιναν να δουν τον Ραβίνο.
Ο Μπάαλ Σεμ Τομ συναντιόταν μαζί τους μια φορά τον χρόνο,
τη μέρα που επέλεγε ο ίδιος.
Και τους οδηγούσε όλους σε ένα μέρος μοναδικό που γνώριζε,
στη μέση του δάσους.
Όταν έφταναν εκεί, λέει ο μύθος,
ο Μπάαλ Σεμ Τοβ άναβε μια φωτιά με φύλλα και κλαδιά,
με έναν τρόπο πολύ ιδιαίτερο και όμορφο,
και μετά τραγουδούσε κάποια λόγια με πολύ χαμηλή φωνή,
σαν να απευθυνόταν στον εαυτό του.

Και λένε…

Πως άρεσαν τόσο πολύ στον θεό εκείνα τα λόγια του Μπαάλ Σεμ Τοβ,
πως τον ενθουσίαζε τόσο εκείνη η φωτιά
η αναμμένη με εκείνον τον τρόπο,
πως αγαπούσε τόσο εκείνη τη συγκέντρωση των ανθρώπων στο δάσος…
Που δεν μπορούσε να αντισταθεί στην έκκληση
του Μπάαλ Σεμ Τοβ και ικανοποιούσε τις επιθυμίες
όλων όσοι βρισκόταν εκεί.

Όταν πέθανε ο ραβίνος,ο κόσμος συνειδητοποίησε
ότι κανείς δεν γνώριζε τα λόγια που τραγουδούσε
ο Μπαάλ Σεμ Τοβ όταν πήγαιναν όλοι μαζί να ζητήσουν κάτι.
Αλλά γνώριζαν το μέρος στο δάσος
και ήξεραν πώς να ανάψουν φωτιά.
Μια φορά το χρόνο συνεχίζοντας την παράδοση
που είχε καθιερώσει ο Μπάαλ Σεμ Τοβ,
όσοι είχαν ανικανοποίητες ανάγκες και επιθυμίες
μαζεύονταν σ εκείνο το μέρος στο δάσος,
άναβαν φωτιά με τον ίδιο τρόπο που είχαν μάθει
από τον γέρο ραβίνο και επειδή δεν γνώριζαν τα λόγια του,
τραγουδούσαν οποιοδήποτε τραγούδι ή ψαλμό
ή απλά κοιτάζονταν και μιλούσαν
για οποιοδήποτε θέμα σε εκείνο το ίδιο σημείο γύρω απ τη φωτιά.

Και λένε…

Πως άρεσε τόσο πολύ στο θεό εκείνη η φωτιά,
πως του άρεσε τόσο πολύ εκείνο το μέρος στο δάσος
κι εκείνη η συγκέντρωση των ανθρώπων…
Που αν και κανείς δεν έλεγε τα κατάλληλα λόγια
και πάλι ικανοποιούσε τις επιθυμίες
όλων όσοι βρίσκονταν εκεί.
Ο χρόνος πέρασε και από γενιά σε γενιά,
χάθηκε η σοφία…

Κι εδώ βρισκόμαστε εμείς.

Εμείς δεν ξέρουμε ποιο είναι το μέρος στο δάσος.
Δεν ξέρουμε ποια είναι τα λόγια…

Ούτε και ξέρουμε ν ανάβουμε τη φωτιά
όπως το έκανε ο Μπάαλ Σεμ Τοβ…

Ωστόσο, υπάρχει κάτι που σίγουρα ξέρουμε.

Ξέρουμε την ιστορία.

Ξέρουμε το παραμύθι…

Και λένε…

Πως ο θεός αγαπάει τόσο αυτό το παραμύθι,
πως του αρέσει τόσο αυτή η ιστορία
που αρκεί κάποιος να τη διηγηθεί
και κάποιος να την ακούσει
ώστε Εκείνος ευχαριστημένος,
να ικανοποιήσει οποιαδήποτε επιθυμία και ανάγκη
όλων όσοι μοιράζονται αυτή τη στιγμή…

Ας είναι έτσι..


Από το βιβλίο “ιστορίες για να σκεφτείς” του Χόρχε Μπουκάι.

Advertisement

Ο δρόμος των δακρύων.

«Θα σας διηγηθώ μια ιστορία που λένε ότι είναι αληθινή. Προφανώς, συνέβη κάπου στην Αφρική.
Έξι μεταλλωρύχοι εργάζονται σε μια πολύ βαθιά σήραγγα και βγάζουν ορυκτά από τα έγκατα της γης. Ξαφνικά, μια κατολίσθηση φράζει την έξοδο της σήραγγας και τους απομονώνει από τον έξω κόσμο. Μόλις γίνεται αυτό, με μια γρήγορη ματιά, χωρίς να πουν λέξη, εκτιμούν την κατάσταση. Είναι όλοι τους πολύ έμπειροι και καταλαβαίνουν αμέσως πως το μεγάλο πρόβλημα θα είναι το οξυγόνο. Αν κάνουν ό,τι πρέπει, τους μένουν τρεις, το πολύ τρεισήμισι ώρες αέρα.
Ο κόσμος απέξω ξέρει πως είναι εκεί εγκλωβισμένοι, μια τέτοια κατολίσθηση όμως σημαίνει ότι θα πρέπει να ανοίξουν τη σήραγγα από την αρχή για να κατέβουν να τους βρουν. Θα προφτάσουν πριν τους τελειώσει ο αέρας;
Οι έμπειροι μεταλλωρύχοι αποφασίζουν πως πρέπει να εξοικονομήσουν όσο γίνεται περισσότερο οξυγόνο.
Συμφωνούν να κάνουν την ελάχιστη δυνατή σωματική δαπάνη. Σβήνουν τις λάμπες που κρατούν και ξαπλώνουν στο πάτωμα χωρίς να μιλάνε.
Βουβοί λόγω της κατάστασης και ακίνητοι μέσα στο σκοτάδι, είναι δύσκολο να υπολογίσουν το πέρασμα του χρόνου. Συμπτωματικά, ένας μόνο έχει ρολόι. Σ’ αυτόν λοιπόν απευθύνονται όλες οι ερωτήσεις: Πόση ώρα πέρασε; Πόση απομένει; Και τώρα;
Ο χρόνος αρχίζει να μακραίνει, τα δύο λεπτά τους φαίνονται μία ώρα. Η απελπισία πριν από κάθε απάντηση κάνει ακόμη μεγαλύτερη την ένταση που νιώθουν. Ο επικεφαλής των μεταλλωρύχων συνειδητοποιεί πως αν συνεχίσουν έτσι, η αγωνία θα τους κάνει να αναπνέουν πιο γρήγορα κι αυτό μπορεί να τους σκοτώσει. Διατάζει, λοιπόν, εκείνον που έχει το ρολόι να ελέγχει, εκείνος μόνο, το πέρασμα της ώρας. Κανένας πλέον δεν θα κάνει ερωτήσεις, θα τους ενημερώνει εκείνος κάθε μισή ώρα.
Αυτός, εκτελώντας τη διαταγή, παρακολουθεί το ρολόι του. Και μόλις περνάει η πρώτη μισή ώρα, λέει «πέρασε μισή ώρα». Ένα μουρμουρητό ακούγεται… Η αγωνία τους πλανιέται στον αέρα.
Ο κάτοχος του ρολογιού καταλαβαίνει πως, όσο περνάει η ώρα, θα είναι όλο και πιο φοβερό να τους ανακοινώνει ότι πλησιάζει το τελευταίο λεπτό. Χωρίς να το συζητήσει με κανέναν, αποφασίζει πως δεν τους αξίζει να βασανίζονται μέχρι να πεθάνουν. Έτσι, την επόμενη φορά που τους ανακοινώνει τη μισή ώρα, έχουν στην πραγματικότητα περάσει 45 λεπτά.
Δεν υπάρχει τρόπος να καταλάβουν τη διαφορά, κι έτσι δεν αμφιβάλλει κανείς.
Αφού βλέπει ότι πέτυχε το τέχνασμα, την τρίτη ενημέρωση την κάνει μία ώρα μετά. Τους λέει: «πέρασε άλλη μισή ώρα…» Και οι πέντε πείθονται ότι έχουν περάσει παγιδευμένοι, συνολικά, μιάμιση ώρα, και σκέφτονται μάλιστα πόσο μακρύς τους φαίνεται ο χρόνος.
Έτσι συνεχίζει αυτός με το ρολόι, κάθε μία ολόκληρη ώρα να τους ενημερώνει πως έχει περάσει μόνο μισή.
Στο μεταξύ, η ομάδα που επιχειρεί το έργο της διάσωσης ξέρει σε ποιον θάλαμο έχουν παγιδευτεί, και ξέρουν, επίσης, ότι θα είναι πολύ δύσκολο να φτάσουν εκεί πριν περάσουν τουλάχιστον τέσσερις ώρες.
Φτάνουν, τελικά, μετά από τεσσερισήμισι ώρες. Το πιθανότερο είναι να βρουν τους έξι μεταλλωρύχους νεκρούς.
Βρίσκουν ζωντανούς τους πέντε.
Ένας πέθανε από ασφυξία… Εκείνος που είχε το ρολόι.
Να τι δύναμη έχουν οι πεποιθήσεις στη ζωή μας.
Να τι μπορούν να μας κάνουν οι εξαρτήσεις μας.
Κάθε φορά που κατασκευάζουμε τη βεβαιότητα ότι κάτι ανεπανόρθωτα καταστρεπτικό θα μας συμβεί —κι ας μην ξέρουμε πώς (ή και ξέροντάς το)—, αυτό που στην ουσία κάνουμε είναι ότι προκαλούμε, πάμε γυρεύοντας, βοηθάμε και σίγουρα δεν κάνουμε το παραμικρό για να μη μας συμβεί στ’ αλήθεια κάτι (έστω και λίγο) από το κακό που είχαμε προβλέψει.
Παρεμπιπτόντως, (όπως στην ιστορία), ο μηχανισμός λειτουργεί και αντίστροφα:
Όταν νομίζουμε, ή μάλλον έχουμε την πεποίθηση, ότι με κάποιον τρόπο μπορούμε να πάμε μπροστά, οι πιθανότητες να προχωρήσουμε πολλαπλασιάζονται.
Είναι φανερό πως αν η ομάδα διάσωσης είχε κάνει 12 ώρες να φτάσει, δεν θα μπορούσαν ούτε να διανοηθούν ότι θα έβρισκαν ζωντανούς τους μεταλλωρύχους. Δεν λέω πως από μόνη της η θετική στάση είναι ικανή να αποτρέψει το μοιραίο ή να αποφύγει μια τραγωδία. Αυτό που λέω είναι ότι, οι πεποιθήσεις αυτο-υποτίμησης καθορίζουν χωρίς αμφιβολία τον τρόπο που ο καθένας μας αντιμετωπίζει τις δυσκολίες.»

Χόρχε Μπουκάι,»ο δρόμος των δακρύων» φύλλα πορείας III.

Ιστορίες να σκεφτείς.

«Θέλω να με ακούς… χωρίς να με κρίνεις.
Θέλω τη γνώμη σου.. χωρίς συμβουλές.
Θέλω να με εμπιστεύεσαι… χωρίς απαιτήσεις.
Θέλω τη βοήθειά σου… κι όχι ν΄αποφασίζεις για μένα
Θέλω να με προσέχεις… χωρίς να με ακυρώνεις
Θέλω να με κοιτάς… χωρίς να προβάλεις τον εαυτό σου σε μένα
Θέλω να μ΄αγκαλιάζεις… χωρίς να με κάνεις να ασφυκτιώ
Θέλω να μου δίνεις ζωντάνια… χωρίς να με σπρώχνεις
Θέλω να με υποστηρίζεις… χωρίς να με φορτώνεσαι
Θέλω να με προστατεύεις… χωρίς ψέματα
Θέλω να πλησιάζεις… χωρίς να εισβάλλεις
Θέλω να ξέρεις τις πλευρές μου που πιο πολύ σε ενοχλούν…
Να τις αποδέχεσαι και να μην προσπαθείς να τις αλλάξεις…
Θέλω να ξέρεις … πως  σήμερα μπορείς να βασίζεσαι πάνω μου…
xωρίς όρους…»

«Θέλω» ,από το βιβλίο «ιστορίες για να σκεφτείς» του Χόρχε Μπουκάι.

Ο Χόρχε Μπουκάι είναι Αργεντινός ψυχοθεραπευτής και συγγραφέας..
Έχει γράψει πλήθος βιβλίων,μεταξύ των οποίων το «Βασίσου επάνω μου»,το «ο δρόμος της ευτυχίας» και το «να σου πώ μια ιστορία».
Τα βιβλία του εξετάζουν  θέματα όπως ο έρωτας,η φιλία,η θλίψη,οι σχέσεις και η εξουσία μέσα από μια χιουμοριστική πάντα ματιά..