Ιστορίες να σκεφτείς.


Ένα Μέρος Στο Δάσος


Αυτή η ιστορία μας μιλάει
για έναν διάσημο εβραίο ραβίνο: τον Μπάαλ Σεμ Τοβ.

Ο Μπάαλ Σεμ Τομ ήταν πολύ γνωστός μέσα στην κοινότητα του
γιατί όλοι τον έλεγαν ότι ήταν ένας άνθρωπος τόσο ευσεβής,
τόσο γενναιόδωρος,με τόση αγνή και καθαρή ψυχή,
που ο θεός άκουγε τα λόγια του όταν μιλούσε.
Είχε δημιουργηθεί μια παράδοση σ εκείνο το χωριό.
Όλοι όσοι είχαν κάποια ανικανοποίητη επιθυμία
ή χρειάζονταν κάτι που δεν μπορούσαν να το αποκτήσουν,
πήγαιναν να δουν τον Ραβίνο.
Ο Μπάαλ Σεμ Τομ συναντιόταν μαζί τους μια φορά τον χρόνο,
τη μέρα που επέλεγε ο ίδιος.
Και τους οδηγούσε όλους σε ένα μέρος μοναδικό που γνώριζε,
στη μέση του δάσους.
Όταν έφταναν εκεί, λέει ο μύθος,
ο Μπάαλ Σεμ Τοβ άναβε μια φωτιά με φύλλα και κλαδιά,
με έναν τρόπο πολύ ιδιαίτερο και όμορφο,
και μετά τραγουδούσε κάποια λόγια με πολύ χαμηλή φωνή,
σαν να απευθυνόταν στον εαυτό του.

Και λένε…

Πως άρεσαν τόσο πολύ στον θεό εκείνα τα λόγια του Μπαάλ Σεμ Τοβ,
πως τον ενθουσίαζε τόσο εκείνη η φωτιά
η αναμμένη με εκείνον τον τρόπο,
πως αγαπούσε τόσο εκείνη τη συγκέντρωση των ανθρώπων στο δάσος…
Που δεν μπορούσε να αντισταθεί στην έκκληση
του Μπάαλ Σεμ Τοβ και ικανοποιούσε τις επιθυμίες
όλων όσοι βρισκόταν εκεί.

Όταν πέθανε ο ραβίνος,ο κόσμος συνειδητοποίησε
ότι κανείς δεν γνώριζε τα λόγια που τραγουδούσε
ο Μπαάλ Σεμ Τοβ όταν πήγαιναν όλοι μαζί να ζητήσουν κάτι.
Αλλά γνώριζαν το μέρος στο δάσος
και ήξεραν πώς να ανάψουν φωτιά.
Μια φορά το χρόνο συνεχίζοντας την παράδοση
που είχε καθιερώσει ο Μπάαλ Σεμ Τοβ,
όσοι είχαν ανικανοποίητες ανάγκες και επιθυμίες
μαζεύονταν σ εκείνο το μέρος στο δάσος,
άναβαν φωτιά με τον ίδιο τρόπο που είχαν μάθει
από τον γέρο ραβίνο και επειδή δεν γνώριζαν τα λόγια του,
τραγουδούσαν οποιοδήποτε τραγούδι ή ψαλμό
ή απλά κοιτάζονταν και μιλούσαν
για οποιοδήποτε θέμα σε εκείνο το ίδιο σημείο γύρω απ τη φωτιά.

Και λένε…

Πως άρεσε τόσο πολύ στο θεό εκείνη η φωτιά,
πως του άρεσε τόσο πολύ εκείνο το μέρος στο δάσος
κι εκείνη η συγκέντρωση των ανθρώπων…
Που αν και κανείς δεν έλεγε τα κατάλληλα λόγια
και πάλι ικανοποιούσε τις επιθυμίες
όλων όσοι βρίσκονταν εκεί.
Ο χρόνος πέρασε και από γενιά σε γενιά,
χάθηκε η σοφία…

Κι εδώ βρισκόμαστε εμείς.

Εμείς δεν ξέρουμε ποιο είναι το μέρος στο δάσος.
Δεν ξέρουμε ποια είναι τα λόγια…

Ούτε και ξέρουμε ν ανάβουμε τη φωτιά
όπως το έκανε ο Μπάαλ Σεμ Τοβ…

Ωστόσο, υπάρχει κάτι που σίγουρα ξέρουμε.

Ξέρουμε την ιστορία.

Ξέρουμε το παραμύθι…

Και λένε…

Πως ο θεός αγαπάει τόσο αυτό το παραμύθι,
πως του αρέσει τόσο αυτή η ιστορία
που αρκεί κάποιος να τη διηγηθεί
και κάποιος να την ακούσει
ώστε Εκείνος ευχαριστημένος,
να ικανοποιήσει οποιαδήποτε επιθυμία και ανάγκη
όλων όσοι μοιράζονται αυτή τη στιγμή…

Ας είναι έτσι..


Από το βιβλίο “ιστορίες για να σκεφτείς” του Χόρχε Μπουκάι.

Advertisement

Ο ιππότης με τη σκουριασμένη πανοπλία.

Ο ιππότης του έκανε μια ερώτηση που τη γυρόφερνε καιρό μες στο μυαλό του:»Στ αλήθεια ήσουν ο δάσκαλος του βασιλιά Αρθούρου;»

Το πρόσωπο του μάγου φωτίστηκε.»Ναι»είπε.»Εγώ δίδαξα τον Αρθούρο.»
«Μα πώς είναι δυνατόν να ζεις ακόμα;»ξεσπάθωσε ο ιππότης.»Ο Αρθούρος έζησε πριν από αιώνες!»
«Το παρελθόν,το παρόν και το μέλλον γίνονται ένα όταν είσαι δεμένος με την Πηγή» απάντησε ο Μέρλιν.
«Τι είναι η πηγή;»ρώτησε ο ιππότης.
«Είναι η μυστηριώδης,αόρατη δύναμη,η αρχή των πάντων.»
«Δεν καταλαβαίνω» είπε ο ιππότης.
«Δεν καταλαβαίνεις,επειδή προσπαθείς να καταλάβεις με το μυαλό σου,και το μυαλό σου είναι περιορισμένο.»
«Έχω πολύ καλό μυαλό»αντέτεινε ο ιππότης.
«Και τι έξυπνο!» έκανε ο Μέρλιν.»Σε παγίδευσε μέσα σε αυτή την πανοπλία…»
Ο ιππότης δε μπόρεσε να το αντικρούσει αυτό.Ύστερα θυμήθηκε κάτι που του είχε πει ο Μέρλιν την πρώτη μέρα.
«Κάποτε είπες πως φόρεσα αυτή την πανοπλία επειδή φοβόμουν.»
«Άδικο είχα;»απάντησε ο Μέρλιν.
«Τη φορούσα για προστασία όταν πήγαινα στη μάχη…»
«…και φοβόσουν μη σκοτωθείς ή λαβωθείς βαριά»συμπλήρωσε ο Μέρλιν.
«Όλοι δε φοβούνται;»
Ο Μέρλιν κούνησε το κεφάλι του.
«Πρώτα πρώτα,ποιός σου είπε να πας στη μάχη;»
«Έπρεπε να αποδείξω οτι είμαι ένας καλός,ευγενικός και στοργικός ιππότης.»
«Αν πραγματικά είσαι καλός,ευγενικός και στοργικός,γιατί έπρεπε να το αποδείξεις;»ρώτησε ο Μέρλιν.
Ο ιππότης απέφυγε να το σκεφτεί αυτό,με το συνήθη τρόπο που είχε να αποφεύγει πράγματα:
το έριξε στον ύπνο.
Το άλλο πρωί όμως,ξύπνησε με μια παράξενη ιδέα σφηνωμένη στο μυαλό του:
υπήρχε περίπτωση να μην ήταν καλός,ευγενικός και στοργικός;Αποφάσισε να πάει να ρωτήσει το Μέρλιν.
«Εσύ τι πιστεύεις;»απάντησε ο Μέρλιν.
«Γιατί συνέχεια απαντάς σε μια ερώτηση με μιαν άλλη ερώτηση;»
«Κι εσύ γιατί συνέχεια ζητάς από άλλους να απαντήσουν στις ερωτήσεις σου;»

Από το βιβλίο του Ρόμπερτ Φίσερ «Ο ιππότης με τη σκουριασμένη πανοπλία».

Γλάρος Ιωνάθαν.

Ανακάλυψε πως ένα και μόνο ακριανό φτερό αν κινηθεί ένα χιλιοστό
προκαλεί μια ομαλή μεγαλόπρεπη καμπύλη σε τρομακτική ταχύτητα.
Πριν το μάθει αυτό,ωστόσο,ανακάλυψε πως αν κουνήσει περισσότερο από ένα φτερό σε αυτή την ταχύτητα
στροβιλίζεται σαν σφαίρα όπλου.
Και ο Ιωνάθαν είχε γίνει έτσι ο πρώτος ακροβάτης του αέρα,πριν από κάθε άλλο γλάρο στον κόσμο.
Δεν έχασε καιρό εκείνη τη μέρα σε κουβέντες με άλλους γλάρους αλλά συνέχισε να πετά ώσπου νύχτωσε ..
Ανακάλυψε την ακροβατική στροφή,την αργή περιστροφή την ανάποδη στροφή,το στροβίλισμα,την τούμπα.
Όταν ο Ιωνάθαν Γλάρος έφτασε κοντά στο σμήνος
στην παραλία ήταν νύχτα βαθιά.
Ήταν ζαλισμένος και φανερά κουρασμένος.
Κι όμως 
από τη χαρά του προσγειώθηκε με ακροβασία και πραγματοποιώντας
λίγο πριν αγγίξει το έδαφος,μια ξαφνική απότομη περιστροφή.
Όταν μάθουν σκέφτηκε την κατήχηση θα ξετρελαθούν από χαρά.
Πόσο πιο πλούσια γίνεται τώρα η ζωή μας…
Αντί για το μονότονο κοπιαστικό πήγαινε κι έλα στις ψαρόβαρκες,
υπάρχει ένα νόημα στη ζωή.
Μπορούμε να ξεπεράσουμε την άγνοια,
μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας σαν όντα ξεχωριστά,έξυπνα και επιδέξια.
Μπορούμε να είμαστε λεύτεροι!
Μπορούμε να μάθουμε να πετάμε…

Απόσπασμα από το βιβλίο ο γλάρος Ιωνάθαν του Ρ Μπάχ.

Το παραμύθι τους.(4)

Και κάπως έτσι,οι μέρες περνούν.Τα 2 παιδιά έχουν αρχίσει να ξοδεύουν πολλές ώρες μαζί,να κάνουν πράγματα,να χρειάζονται το ένα την παρουσία του άλλου…Σιγά σιγά αρχίζουν να νιώθουν μια αμοιβαία έλξη,ένα ενδιαφέρον,που αν και ακόμα δεν το παραδέχονται,και οι δύο θέλουν να καταλήξει σε μια σχέση..


Ο Αντώνης νιώθει πράγματα που είχε ξεχάσει πως υπάρχουν,νιώθει θαυμασμό για την Άννα θαυμάζει το χαρακτήρα,την ευφυΐα της,το χιούμορ της,νιώθει τρυφερότητα,ασφάλεια,ηρεμία..Και η Άννα νιώθει κάτι που ενώ στην αρχή φοβάται πολύ να παραδεχθεί ακόμα και στον εαυτό της,στη συνέχεια αρχίζει να απολαμβάνει..Νιώθει λοιπόν πως ο Αντώνης αρχίζει σιγά σιγά να νικά τους φόβους της,οτι αρχίζει να τον ερωτεύεται (και το κυριότερο από όλα) να δένεται μαζί του.Οι ώρες μακριά του αρχίζουν να της φαίνονται ατελείωτες,δεν είναι λίγες οι φορές που κοιτάζει το ρολόι ανυπόμονα περιμένοντας να έρθει η ώρα που θα βρεθούν..Θαυμάζει σε αυτόν το σταθερό βλέμμα του,το πώς της χαμογελάει ακόμα κι όταν εκείνη γκρινιάζει,το οτι την παίρνει αγκαλιά να την ηρεμήσει όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά..Μέχρι που μια μέρα(μια μέρα που για πολλά χρόνια μετά θα αναπολούσαν με χαρά ,παρόλο που ακόμη δεν το ήξεραν) έλαβε από τον Αντώνη ένα τηλεφώνημα που τη γέμισε χαρά..»Άννα μου,οι γονείς μου θα λείπουν στο εξοχικό μας για το Σαββατοκύριακο.Τι λες να έρθεις να μείνεις εδώ;»Δε χρειάστηκε να της πει κάτι άλλο..Η ιδέα του να περάσει τόσο χρόνο μαζί του της φάνηκε υπέροχη,ήταν άλλωστε κάτι που από την πρώτη στιγμή επιθυμούσε.»Ναι,φυσικά,με μεγάλη μου χαρά»του απάντησε.»Πότε θέλεις να έρθω;»ρώτησε στη συνέχεια.»Παρασκευή βράδυ θα ήταν τέλεια» της είπε εκείνος..Έτσι κι έγινε.


Την Παρασκευή το βράδυ μετά από έναν αγώνα δρόμου που έκαναν για να είναι όλα έτοιμα(εκείνος να συμμαζέψει το χάος της εργένικης σοφίτας του,κι εκείνη να διαλέξει τα «τέλεια» ρούχα -τι πράγμα κι αυτό,τίποτα δεν έδειχνε επάνω της όσο όμορφο ήθελε,αναγκάστηκε να ψάξει τη ντουλάπα της αρκετές φορές μέχρι να αποφασίσει-)την περίμενε να του χτυπήσει το κουδούνι.Με το πρώτο χτύπημα ήταν στην πόρτα,της άνοιξε και την υποδέχθηκε με χαρά..Την οδήγησε στη σοφίτα για να αφήσει τα πράγματά της,και μετά στο κυρίως σπίτι για να της κάνει το τραπέζι,όπως της είχε υποσχεθεί..Έβαλαν ένα ποτήρι κρασί και κάθισαν δίπλα στο τζάκι που έκαιγε..Έκαναν πλάκα μεταξύ τους,μίλησαν για διάφορα πράγματα,όπως κάθε άλλη φορά,αλλά της Άννας της φαινόταν σαν κάτι να της έκρυβε,σαν κάτι να ήθελε να της πει,αλλά να το απέφευγε..Και ξαφνικά τον είδε να σοβαρεύει(κάτι που στην αρχή την ανησύχησε)»Άννα θέλω να σου μιλήσω για κάτι εδώ και μέρες,αλλά δεν ξέρω πώς.Φοβάμαι οτι μπορεί να με παρεξηγήσεις και να θυμώσεις μαζί μου.Και πίστεψε με,αυτό είναι κάτι που δε θα ήθελα με τίποτα» της είπε.»Ηρέμησε και πες μου τι συμβαίνει» του απάντησε εκείνη.»Να,είναι λίγος καιρός τώρα που δε σε βλέπω σαν φίλη μου,αλλά διαφορετικά.Περνάω υπέροχα μαζί σου,νιώθω οτι κάθε μέρα σε ερωτεύομαι περισσότερο και θα ήθελα να είμαι μαζί σου.Αν θα ήθελες κι εσύ φυσικά.Αν όχι,θα το καταλάβω.» «Φυσικά και θέλω,ηλίθιε,αλλιώς δε θα ήμουν εδώ.Ηρέμησε»του είπε σε μια φράση που σε ελάχιστες λέξεις έκρυβε όλα όσα ήθελε να ακούσει..»Φυσικά και θέλω» και τον φίλησε τρυφερά σε ένα φιλί που έκρυβε όσα δε χρειάζονταν να πουν.


-Τέλος(?)-


Τέλος,ή μήπως η αρχή;Νομίζω η αρχή της δικής τους ζωής.Κι επειδή τα αληθινά πράγματα δεν τελειώνουν ποτέ,νομίζω οτι αυτά τα 2 απιδιά θα μας απασχολήσουν πάλι,όταν θα έχουν κάτι να μας πουν..

Το παραμύθι τους.(3)

Ο Αντώνης λοιπόν,μια μέρα που για άλλο πράγμα ξεκίνησε και αλλού πήγε τελικά (κάρμα;μοίρα;ποιός ξέρει) γνωρίζει την Άννα..Έχει μόλις τελειώσει κάτι που ξεκίνησε με πολύ μεγάλες προσδοκίες και όνειρα,αλλά που τελικά δεν άξιζε.Καθώς γυρίζει στο σπίτι του λοιπόν,απογοητευμένος και στενοχωρημένος,συναντάει την Άννα,που προσφέρεται να του κάνει παρέα(μόνο παρέα παιδιά,μην το παρεξηγείτε.δε θα κάνουν τίποτα,εγώ το γράφω.-ή μήπως όχι;Μήπως το έγραψε η ζωή κι εγώ απλά σας το μεταφέρω;-θα με φάνε αυτές οι απορίες γαμώτο..).


Γνωρίζει λοιπόν την Άννα ,κι ο χρόνος σταματά σε εκείνη τη στιγμή.Όλα γύρω παγώνουν.Νιώθει βαθιά μέσα του οτι η Άννα είναι η εκλεκτή,είναι αυτή που θα τον κάνει ευτυχισμένο.Νιώθει,είναι σίγουρος δηλαδή,οτι η Άννα είναι η κοπέλα που όλα αυτά τα χρόνια έψαχνε..το γέλιο της είναι μαγικό.Όταν του χαμογελά,νιώθει οτι όλος ο κόσμος του γελά.Νιώθει οτι όλος ο κόσμος είναι δικός του.Όταν του μιλά είναι σαν να βγαίνουν μαργαριτάρια από το στόμα της.Δεν έχουν σημασία τα λόγια της,λόγια συμπαράστασης,τρυφερά,όμορφα,λόγια που θα έκαναν τον καθένα από εμάς να νιώσει τυχερός στο άκουσμά τους.Δεν έχουν σημασία όμως γιατί ο Αντώνης νιώθει τυχερός και μόνο που είναι με την Άννα και μιλάνε.Οι μέρες περνούν σιγά σιγά,ο Αντώνης με την Άννα έχουν αρχίσει να δένονται και να χρειάζεται ο ένας την παρουσία του άλλου,αλλά ο Αντώνης έχει να αντιμετωπίσει κάποια πολύ σοβαρά διλήμματα.Ξέρει οτι με την Άννα είναι ερωτευμένος.Ξέρει οτι η Άννα γι αυτόν δεν είναι σαν τις άλλες κοπέλες.Έχει αρχίσει μάλιστα να μιλάει στους φίλους του για εκείνη.Να τους την παινεύει.(παρόλο που ακόμα σε αυτούς αρνείται τα συναισθήματά του-πώς να τον καταλάβουν άλλωστε;- )Φοβάται από τη μια μήπως τη χάσει αν δεν της μιλήσει,αλλά από την άλλη μήπως παρεξηγηθεί και φύγει μακριά του αν το κάνει.


Κάθε μέρα που περνάει τα ερωτήματα τον βασανίζουν όλο και περισσότερο.Εσείς τι λέτε;Θα έπρεπε ή όχι να της μιλήσει ο Αντώνης;Τι;;;Δε σας είπα πώς βλέπει η Άννα τη γνωριμία τους;Αν σας το έλεγα καλέ,γιατί να συνεχίζατε την ανάγνωση;Θα σας πώ λοιπόν,θα σας πώ…Θα μάθουμε όλοι μαζί με τον Αντώνη(δε νομίζω να φοβηθεί τελικά.Φαντάζομαι οτι θα της μιλήσει.Δεν έχει να χάσει κάτι άλλωστε.και εξάλλου,πώς να συμβιβαστεί αν δεν προσπαθήσει για τον έρωτά του;;).


…συνεχίζεται…

Το παραμύθι τους.(2)

Η Άννα είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο(λες να μην είναι και να την έφτιαξε η φαντασία μου;;)Η Άννα λοιπόν είναι μια κοπέλα όμορφη,με πλούσια μακριά μαλλιά,έξυπνη,αλλά κυκλοθυμική (όπως οι περισσότερες κοπέλες).Είναι φοιτήτρια ΤΕΙ(όχι λογιστικής καλέ,τουριστικών επαγγελμάτων είναι).Το χαρακτηριστικό της γνώρισμα όμως είναι οτι βλέπει τα πράγματα θετικά,(πολύ θετικά παιδιά,σε σημείο που καταντά κουραστικό,αλήθεια).Σε κάθε τέλος βλέπει μια αρχή,σε κάθε άσχημο γεγονός βλέπει ένα θετικό,ναι,θα μπορούσε να δουλεύει για τη θετική ενέργεια του Γεωργαντά.


Η Άννα όμως στην προσωπική της ζωή είναι κάτι σαν τον Αντώνη.Μια κοπέλα που ενώ αξίζει πολλά,κανείς δε βρέθηκε να της τα δώσει.Έχει κάνει σχέσεις που συνήθως δεν άξιζαν,με αδιάφορους ανθρώπους,ανθρώπους που δεν είχαν να της προσφέρουν κάτι,αλλά εδώ και καιρό έχει αποφασίσει να μείνει μόνη της.Δεν πιστεύει στον έρωτα πια,βλέπεις.Δεν θέλει να δεθεί με κανέναν Ούτε να εμπιστευθεί.Δεν έχει περάσει και λίγα άλλωστε.Έχει στενοχωρηθεί,έχει πληγωθεί από ανθρώπους που δεν έπρεπε να βρεθούν στο δρόμο της και ως αποτέλεσμα κλείστηκε στον εαυτό της νομίζοντας οτι ποτέ δε θα ζήσει τον έρωτα που όλοι υμνούν.Τι κι αν μάταια οι φίλοι της προσπαθούν να της αλλάξουν γνώμη;Τι κι αν της λένε πως όλα αυτά θα γίνουν,θα τα ζήσει,οτι τα αξίζει και θα της τα φέρει η ζωή;Η Άννα έχει αποφασίσει να μην πιστεύει κανέναν και τίποτα από όλα αυτά,γιατί όταν δεν πιστύεις κάτι,δε μπορεί να σε πληγώσει η απουσία του.Σωστό;Λάθος,αλλά αυτή είναι μια άλλη κουβέντα που θα κάνουμε μια άλλη στιγμή,για να μην αφήσουμε και τα 2 παιδιά να περιμένουν..


…συνεχίζεται…

Το παραμύθι τους.(1)

Από σήμερα λέω να ξεκινήσουμε κάτι σαν παιχνίδι στο blog..Θα ξεκινήσουμε ένα κείμενο,(σήμερα δημοσιεύω το πρώτο μέρος) το οποίο θα εξελιχθεί σύμφωνα με τις δικές σας επιθυμίες..Όμως,τίποτα δε μπορεί να γίνει χωρίς τη βοήθειά σας..Γι αυτό λοιπόν,θα περιμένω τις δικές σας προτάσεις σχετικά με τα 2 παιδιά(το ένα από αυτά θα σας το γνωρίσω σήμερα)και το ποιά θα είναι η εξέλιξη της ιστορίας τους.


Θέλω να σας γνωρίσω τον Αντώνη.Ο Αντώνης δεν υπάρχει.Είναι πλάσμα της φαντασίας μου.Ή μήπως όχι;Μήπως τελικά υπάρχει;Δεν ξέρω..Ο Αντώνης λοιπόν είναι περίεργος τύπος..Είναι απαισιόδοξος.Αλλά πραγματικά απαισιόδοξος..Δεν πιστεύει στα θαύματα(παρόλο που ελπίζει να του συμβούν),δεν πιστεύει όμως ούτε στον έρωτα.Αντιθέτως πιστεύει οτι προορίζεται να μείνει μόνος.Οτι δηλαδή δε θα γίνει κάτι που θα τον κάνει χαρούμενο..Παρόλο που το πιστεύει όμως,δεν παύει ούτε στιγμή να ελπίζει και να εύχεται για το αντίθετο.Γιατί,είπαμε,ανεξάρτητα από το τι πιστεύουμε,όλοι θέλουμε κάποια στιγμή να είμαστε ευτυχισμένοι.Κι ο Αντώνης είναι ένας από εμάς(ή μπορεί κι όλοι εμείς).

Ο Αντώνης λοιπόν,μέτριος μαθητής στο σχολείο,φοιτητής ΤΕΙ στη συνέχεια,κι απόφοιτος λογιστικής τώρα,περνάει το χρόνο του όπως οι περισσότεροι από εμάς.Ανάμεσα σε κοπέλες που δεν αξίζουν την προσοχή του,(αλλά που να βρεις καλύτερη παρέα Σάββατο βράδυ για ποτό),ανάμεσα σε φίλους,καφέδες,βόλτες,σεξ,παιχνίδια,μπάλα,γήπεδο κλπ.(Σας είπα,είναι ένας από εμάς).Ζει στην Αθήνα της οικονομικής κρίσης(παρόλο που θα μπορούσε να ζει και σε οποιαδήποτε πόλη της επαρχίας) και κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού για να ενισχύει το προσωπικό του εισόδημα..Κάπως έτσι περνά τον καιρό του.Μέρα με τη μέρα,σε αυτό το ατέλειωτο παιχνίδι που λέγεται ζωή.Γκρινιάζοντας γι ατην κοπέλα και τη σχέση που δεν έρχεται,βρίσκοντας παρέες,τρώγοντας,πίνοντας,βγαίνοντας και διασκεδάζοντας.Ώσπου,σε ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας γνωρίζει την Άννα.Τι;Δε σας μίλησα για την Άννα;Θα το ξέχασα μάλλον.Υπομονή όμως,όλα στην ώρα τους..Για την ώρα λέω να αφήσουμε τον Αντώνη να ξεκουραστεί!


..συνεχίζεται..

Ανεκπλήρωτοι Έρωτες.

Ανεκπλήρωτοι Έρωτες..Ο καθένας απο εμάς σε κάποια φάση της ζωής του έχει βιώσει έναν ή και περισσότερους ανεκπλήρωτους έρωτες..Πολλές φορές μάλιστα,έχουμε την ανάγκη να αφοσιωθούμε σε έναν φανταστικό έρωτα που ποτέ δεν ζήσαμε ή που δεν προλάβαμε ποτέ να ζήσουμε..Τα παραμύθια βέβαια εξαπατούν την φαντασία και δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει ο μεγάλος έρωτας και γιατί όχι,μπορεί να είναι και αύτος…Σε αυτήν την περίπτωση το ανεκπλήρωτο γίνεται ιδανικό,ένα είδος λατρείας,κατι που πραγματικά το χρειάζεσαι πάση θυσία,και καταλήγει σε μια άδικη πολλές φορές σύγκριση με οτιδήποτε αλήθινο υπήρξε γύρω μας..

Ο ανεκπλήρωτος έρωτας είναι επώδυνος και πολύ προσωπικός,με απογοήτευση αλλά χωρίς ίχνος εγωισμού..Κάτι το οποίο αποτελεί και την μεγαλύτερη παγίδα του,καθώς δεν περνάει δοκιμασίες,δεν απομυθοποιείται και παραμένει κάπου εκεί μέσα,δημιουργώντας συναισθήματα,σκέψεις,μπλέκει σε κύκλους ονείρων και επιθυμιών που ίσως να μην έχουν ποτέ σχέση με την πραγματικότητα,παρά μόνο με αυτή του μύαλου μας..Αποτελεί κάτι βαθύ και έντονο,ένα απωθημένο που πάντα θα ζεί μέσα μας,και ίσως να μας στοιχειώνει ακόμα και όταν θα βρισκόμαστε στο πλαί ενός νέου έρωτα,ακόμα και αν νιώθουμε ευτυχισμένοι εκεί που είμαστε..Πάντα θα βρισκόμαστε στο σημείο να περιμένουμε να ολοκληρώσουμε αυτό που αφήσαμε μισό και να ολοκληρωθούμε μέσα από αυτό..Αφήνει ένα μόνιμο ερωτηματικό στην ψυχή μας,πώς θα ήταν,τι θα είχε συμβεί αν…,και αν γινόταν αλλιώς….ένα ερωτηματικό που θα την βασανίζει καιρό,μήνες.και που ξέρει κανείς,ίσως και για πάντα..Ερωτήματα στα οποία σπάνια βέβαια βρίσκουμε απαντήσεις..Γι αυτό άλλωστε τις πιο πολλές φορές ο ανεκπλήρωτος έρωτας είναι τόσο σιωπηλός,αλλά τόσο δυνατός ταυτόχρονα,αφήνοντας βαθιές πληγές και σημάδια μέσα μας,σημάδια που άραγε θα φύγουν ποτέ?…

Μια αγάπη που δεν έγραψε ποτέ τις σελίδες της,ένας έρωτας που πάντα έκαιγε αλλά ποτε δεν έφτασε στο σημείο να ολοκληρωθεί,μια τρυφερή ανάμνηση που ποτέ δεν θα σβήσει,σαν το μελάνι..κάποια πράγματα φαίνεται μένουν πάντα ανεξίτηλα..Μια τρυφερότητα που πάντα θα νιώθεις και θα σου δημιουργεί πάντα αυτόν τον κόμπο στον λαίμο…Βασανίζει το μυαλό και το κάνει πάντα να σταμάτα όταν βρίσκεται στο προσκήνιο,και αν τελικά ολοκληρωθεί..ή θα ακολουθήσει ένας πολύ έντονος έρωτας που θα εκτινάξει ουράνια και τους δυο,ή θα έρθει η πλήρης καταστροφή,σαν μια φωτία που καίει και καταστρέφει τα πάντα γύρω της…Όσο τραυματικές εμπειρίες όμως κι αν μας αφήνουν,έτσι είναι ο έρωτας,πάντα έχει αυτή τη γλυκόπικρη γεύση..Ίσως αποτελεί απλά μια ευχή που κάποτε μπορεί να πραγματοποιηθεί..Όπως και στην ζωή άλλωστε,στον έρωτα όλα είναι πιθανά..Πού ξέρεις;;